ομορφάδα

ομορφάδα
η
ομορφιά, ωραιότητα, κομψότητα: Του νησιού μου τις μύριες ομορφάδες σαν κι εμένα κανένας δεν εχάρη (Μαβίλης).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ομορφάδα — η [όμορφος] ομορφιά, ωραιότητα …   Dictionary of Greek

  • εμορφάδα — και ομορφάδα, η η ιδιότητα τού ωραίου, η ομορφιά …   Dictionary of Greek

  • ευμορφάδα — η (Μ εὐμορφάδα) [εύμορφος] ομορφάδα, ομορφιά …   Dictionary of Greek

  • σκουλήκι — το / σκουλήκιν, ΝΜ ζώο με μαλακό επίμηκες, ασπόνδυλο και συσταλτό σώμα, χωρίς σκελετό και άκρα, ο σκώληκας (α. «το σκουλήκι που φωλιάζει εις τον κορμόν τού δένδρου», Καρκβ. β. «σκουλήκια νὰ τὸ φάσιν», Πρόδρ.) νεοελλ. 1. ζωολ. α) γενική κοινή… …   Dictionary of Greek

  • ομορφιά — η ωραιότητα, ομορφάδα: Έλαμπε η ομορφιά της …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”